Οι ΠΡΑΣΙΝΟΙ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ δεν έχουμε εκπλαγεί από την μικροκομματική διαχείριση του «Μακεδονικού», ενός θέματος που έχει ρίζες πίσω στον 19ο αιώνα, όταν γίνονταν προσπάθεια συγκρότησης κρατών στη βάση εθνικών μύθων και καθαρότητας. Είναι ένα θέμα που κυριάρχησε στις αρχές της δεκαετίας του ’90 με πολλά στοιχεία ανορθολογικότητας και εθνικιστικών υπερβολών και στην δική μας χώρα και στην γειτονική. Γρήγορα περιθωριακές ομάδες και πολιτικοί αντιλήφθηκαν ότι μπορούσαν να κερδοσκοπήσουν εκλογικά εκμεταλλευόμενοι το θυμικό των πολιτών και την απουσία μιας σοβαρής, ψύχραιμης και τεκμηριωμένης πολιτικής συζήτησης.
Μια αντιπαράθεση με …ιστορία
Το «Μακεδονικό» έπρεπε να έχει λυθεί ήδη στις αρχές της δεκαετίας του ’90, πριν οι κοινωνίες μπολιαστούν με εθνικιστικές υπερβολές που δεν διευκολύνουν την υιοθέτηση μιας έντιμης και ισορροπημένης συμβιβαστικής λύσης. Ένας συμβιβασμός δεν είναι ποτέ τέλειος. Πρέπει να αντιλαμβανόμαστε, όμως, ότι είναι η μόνη δυνατότητα επίλυσης τόσο πολύπλοκων θεμάτων, όπως η ονομασία μιας χώρας που μοιράζεται μέρος μιας γεωγραφικής περιοχής χωρίς με το όνομά της και τον εθνικό της μύθο να διεκδικεί μοναδικότητα στον γεωγραφικό και ιστορικό χώρο. Ένας έντιμος συμβιβασμός σε αυτό το θέμα δεν πρέπει ν’ αφήνει κάποια από τις κοινωνίες με την αίσθηση της ήττας και της ταπείνωσης, γιατί σε αντίθετη περίπτωση – αν δεν είναι ισορροπημένος δηλαδή – δεν θα είναι σταθεροποιητικός μακροχρόνια.
Η Συμφωνία για την εξεύρεση μια συμβιβαστικής λύσης για το όνομα της γειτονικής χώρας είναι στα (λίγα) θετικά της διακυβέρνησης Τσίπρα (με την καθοριστική όμως υποστήριξη των Ευρωπαίων και των Αμερικανών). Αλλά αυτό δεν θα ήταν εφικτό αν ο Ζάεφ δεν άλλαζε τους συσχετισμούς. Δυστυχώς, η Ελλάδα έκανε αργά στροφή στον ρεαλισμό, όταν κυριαρχούσε πλέον ο Γκρουέφσκι. Είχε χάσει την ευκαιρία για μια ισορροπημένη λύση που προσέφερε το Πακέτο Πινέιρο στις αρχές της δεκαετίας του ‘90. Ευτυχώς που ένας πολιτικός όπως ο Ζάεφ κατάφερε μέσα σε λίγο χρόνο να ανατρέψει μια κατάσταση που έμοιαζε μη αναστρέψιμη, αξιοποιώντας το χαρτί της ευρωπαϊκής κι ευρωατλαντικής προοπτικής της χώρας του, ακριβώς αυτό που μια χούφτα άνθρωποι είχαν υποστηρίξει ξεκάθαρα και στην Ελλάδα, έστω κι αν πολλοί τους επιτέθηκαν. Αν οι ΠΡΑΣΙΝΟΙ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ ήμασταν στην ελληνική Βουλή, θα ψηφίζαμε έστω και με μια κριτική προσέγγιση, την συμφωνία, χωρίς αυτό να υπονοούσε ή να έδινε ψήφο εμπιστοσύνης στην σημερινή κυβέρνηση. Οι ΠΡΑΣΙΝΟΙ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ είναι μια πολιτική δύναμη που μπορεί να προωθεί πολιτικές και να τοποθετείται με γνώμονα το συμφέρον της κοινωνίας και της χώρας, να συμβάλλει στην επίλυση προβλημάτων έχοντας μια στρατηγική αυτόνομης πολιτικής πορείας, όχι συνιστώσας σε κάποιο κόμμα.
Οι ευθύνες της αντιπολίτευσης για ανιστόρητες θέσεις
Η στάση της αντιπολίτευσης είναι ακατανόητη, ιδιαίτερα όταν έχει διαχειριστεί στο παρελθόν πλευρές της υπόθεσης και δεν κατάφερε να πετύχει κάτι καλύτερο. Η γλώσσα της γειτονικής χώρας είναι επίσημη, δημόσια καταγεγραμμένη στον ΟΗΕ ήδη από το 1945. Είναι σημαντικό ότι στην συμφωνία διευκρινίζετε ότι έχει σλαβικές ρίζες. Το Ελληνικό κράτος έχει, όμως, εκδώσει σχετικό βιβλίο στα μέσα της δεκαετίας του 1920 για να διδάσκεται στα σχολεία, ενώ σημαντικοί λογοτέχνες όπως η Πηνελόπη Δέλτα και ο Στρατής Μυριβήλης, ακόμα και ο Μακεδονομάχος Παύλος Μελάς αναφέρονται σε μια …γλώσσα «που μιλούσαν οι ντόπιοι». Πώς είναι δυνατόν να αναφέρεται η αντιπολίτευση στο θέμα ισχυριζόμενη ότι «παραχωρήθηκε η Μακεδονική γλώσσα», όταν οι αρχαίοι Μακεδόνες δεν μιλούσαν φυσικά μια τέτοια γλώσσα;
Οι ευθύνες της κυβέρνησης για διαχείριση με μικρότητα ενός μεγάλου θέματος
Όμως και η διαχείριση της υπόθεσης από τον πρωθυπουργό Α. Τσίπρα είχε το στοιχείο της μικροκομματικής τακτικής. Αντί να επιδιώξει μια ευρεία συμμαχία που θα στήριζε στο κοινοβούλιο και στην κοινωνία την συμβιβαστική λύση, για την οποία δεν είχαν στο ελάχιστο προετοιμαστεί οι πολίτες, διαχειρίστηκε το θέμα με τρόπο ώστε να προκαλέσει διχασμό στην αντιπολίτευση και βαθιά πόλωση. Θα μπορούσε να καλέσει τα δημοκρατικά κόμματα και να διαμορφώσει μια ευρεία συμμαχία ώστε να ενημερωθεί σωστά και η κοινωνία. Να προσκαλέσει σε ουσιαστικό διάλογο, χωρίς επιθετικές κορώνες, φορείς και κόμματα ώστε να αναλυθούν τα θέματα αλλά και τα αντιμετωπιστούν τα στερεότυπα κάθε πλευράς. Υπάρχουν τόσα άλλα θέματα στα οποία υπάρχει πολιτική αντιπαράθεση, δεν υπήρχε λόγος σε ένα τόσο δύσκολο θέμα να ανοίξει ο πρωθυπουργός μέτωπο αντιπαράθεσης. Στο ζήτημα αυτό έπρεπε να εξασφαλίσει ευρύτατη πολιτική και κοινωνική υποστήριξη. Ενώ η πρωτοβουλία επίλυσης ήταν σωστή, η κυβέρνηση την διαχειρίστηκε με μικρο-κομματική αντίληψη. Οι τακτικισμοί αυτοί δεν συγκροτούν μια διαφορετική πολιτική, δυστυχώς επαναλαμβάνονται και σε άλλα θέματα. Αυτοί οι τακτικισμοί είναι που μετέτρεψαν έναν ψεκασμένο (Καμμένος) σε “πολιτικό αρχηγό” που μπορούσε να καθορίζει πολιτικές εξελίξεις.
Είναι δίκαιη η συμβιβαστική λύση για την δική μας πλευρά;
Οι ΠΡΑΣΙΝΟΙ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ θεωρούμε ότι όπως και κάθε συμβιβασμός, έτσι και η Συμφωνία των Πρεσπών και οι τροπολογίες στο Σύνταγμα της γειτονικής χώρας, αποτελούν μια σχετικά ικανοποιητική βάση επίλυσης μιας μακροχρόνιας και συναισθηματικά φορτισμένης αντιπαράθεσης μεταξύ των δύο κοινωνιών. Η αλλαγή του ονόματος – όσο κι αν την θεωρούμε σήμερα «δεδομένη» – σε Βόρεια Μακεδονία και οι υιοθέτηση από μια μεγάλη πλειοψηφία 81 βουλευτών των αλλαγών άρθρων του Συντάγματος που περιορίζουν δραστικά θέματα «αρχαιοποίησης» κι εκμετάλλευσης της ιστορίας αλλά κι αλυτρωτισμού, δεν ήταν εφικτό να συμβούν μερικά χρόνια πριν.
Θεωρούμε σημαντικό ότι ο Ζάεφ κατάφερε να διαλύσει στην πραγματικότητα το πανίσχυρο κάποτε – χάρη και στους δικούς μας …εθνικιστές – VMRO, το εθνικιστικό κόμμα που απέδειξε ότι ο εθνικισμός είναι ένα καλό εργαλείο πλουτισμού ορισμένων. Θυμίζουμε ότι ο πρώην αρχηγός του κατηγορείται ότι πήρε μίζες από όλη αυτή την γελοιότητα με τα αγάλματα του Μεγαλέξανδρου. Όμως, αυτός ο πολιτικός που αξιοποίησε στο έπακρο τα λάθη μας και τα εθνικιστικά συνθήματα («η Μακεδονία είναι μία και Ελληνική»), είχε μια πολύ σκληρή εθνικιστική στάση, όπως γνωρίζουν καλά και οι έλληνες πολιτικοί που βρέθηκαν απέναντί του, και δεν έκανε ούτε βήμα πίσω, ακόμα και όταν του ασκήθηκαν έντονες πιέσεις από τον διεθνή παράγοντα.
Το μπαλάκι είναι τώρα στην ελληνική πλευρά. Κινδυνεύουμε, όμως, με ένα βαθύ διχασμό με όρους πολεμικής αντιπαράθεσης, όταν έχουμε φτάσαμε κοντά σε μια σχετικά ισορροπημένη συμφωνία. Θα μπορούσε να είναι καλύτερη η συμφωνία των Πρεσπών; Πιθανόν, αν είχαμε αποδεχθεί το Πακέτο Πινέιρο το 1992 πριν συμβούν όσα συνέβησαν από τότε, πριν ξεκινήσει η εθνικιστική υστερία στην γειτονική χώρα. Αλλά τότε, σύσσωμο το πολιτικό σύστημα στη χώρα μας αδυνατούσε να δει ποιο ήταν το πραγματικό συμφέρον της χώρας μας, και παρασύρονταν σε μια εθνικιστική υστερία που αδυνατούσε να κατανοήσει οποιοσδήποτε νοήμων άνθρωπος.
Πώς είναι δυνατόν 25 και χρόνια μετά, να επανέρχονται πολιτικές δυνάμεις στην ισοπεδωτική και ζημιογόνα για τη χώρα άρνηση μιας συμβιβαστικής λύσης;
Θα μπορούσε η λύση να είναι καλύτερη αν είχαν αξιοποιηθεί ευρωπαϊκά κείμενα και πολιτικές, όπως αυτά που έχουν αναδειχθεί μέσα από εκθέσεις του Ευρωκοινοβουλίου, όπως για παράδειγμα η “Έκθεση προόδου του 2012 για την πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας” του Βρετανού Σοσιαλδημοκράτη Ρίτσαρντ Χιούιτ που είχε υπερψηφίσει από το Ευρωκοινοβούλιο το 2013.
Θα μπορούσε να υπάρχει καλύτερη συμφωνία στο θέμα του ονόματος, όπως πχ το Νέα Μακεδονία, ή η γλώσσα να ονομάζονταν «Macedonski”, αντί «Macedonian”.
Οι καλόπιστοι ή κακόπιστοι επικριτές της Συμφωνίας των Πρεσπών θα πρέπει, όμως, να σκέφτονται πάντα ότι μόλις λίγα χρόνια πριν έμοιαζε απίθανο να υπάρξει οποιαδήποτε συμβιβαστική συμφωνία που θα διασφάλιζε ότι το όνομα της γειτονικής χώρας δεν θα δημιουργούσε σύγχυση σε σχέση με την δική μας Μακεδονία.
Με το βλέμμα στραμμένο όχι προς το παρελθόν αλλά προς το μέλλον
Το πιο καθοριστικό ήταν και είναι η συμβιβαστική λύση για την ονομασία να συνδυαστεί με μια μακροχρόνια πολιτική καλής γειτονίας, που θα βοηθήσει την γειτονική χώρα να στραφεί στο μέλλον, αντί να προσπαθεί να συγκροτήσει την ταυτότητά της στη βάση μιας “αρχαιοποίησης” που δεν έχει ιστορική βάση. Και που θα την κάνει καλό εταίρο μας σε μια περιοχή όπου υπάρχει σκληρός ανταγωνισμός μεταξύ μεγάλων διεθνών παιχτών όπως είναι η Ρωσία και οι ΗΠΑ.
Όσοι ισχυρίζονται ότι μπορούμε ως χώρα να απορρίψουμε την Συμφωνία των Πρεσπών και να διαπραγματευτούμε στο μέλλον μια καλύτερη, κρύβονται πίσω από το δάκτυλό τους. Αν τώρα δεν “περάσει” η Συμφωνία κατά την ψηφοφορία στην ελληνική Βουλή, δεν θα υπάρξει καλύτερη λύση στο μέλλον. Και η γειτονική χώρα θα ονομαστεί οριστικά σκέτο «Μακεδονία», ενώ αλυτρωτικές κι εθνικιστικές πολιτικές θα επιστρέψουν πολύ πιο δυνατές. Η χώρα μας θα απομονωθεί πλήρως. Θα έχουμε αυτοκτονήσει χωρίς να το καταλάβουμε. Ο κίνδυνος δεν αφορά μόνο το όνομα της γειτονικής χώρας, αλλά το μέλλον μιας χώρας που θα είναι τότε «εχθρός» και όχι εταίρος στα σύνορά μας.
Η συμβιβαστική λύση θα έπρεπε να έχει μεγάλη κοινωνική και πολιτική υποστήριξη. Η ακραία επιχειρηματολογία είτε από την πλευρά της ΠΓΔΜ είτε από την δική μας πλευρά δεν έγινε αποδεκτή ποτέ σε διεθνές επίπεδο. Χαρακτηριστικά είναι τα αποτελέσματα σχετικών ψηφοφοριών στο Ευρωκοινοβούλιο. Η ‘Έκθεση του Βρετανού Σοσιαλδημοκράτη Ρίτσαρντ Χιούιτ “Έκθεση προόδου του 2012 για την πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας”, για παράδειγμα, είχε υιοθετηθεί με 505 υπέρ, 61 κατά, ενώ υπήρξαν και 14 λευκά. Ο μόνος Έλληνας ευρωβουλευτής που την είχε ψηφίσει, έστω με μερικές επιφυλάξεις, ήταν ο Νίκος Χρυσόγελος, συμπρόεδρος σήμερα των ΠΡΑΣΙΝΩΝ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ.
Με την προϋπόθεση ότι έχουμε ως Ελλάδα μια δυναμική συμμετοχή και ενεργό ρόλο, τα Βαλκάνια θα μπορούσαν να μετατραπούν από πεδίο αντιπαράθεσης σε χώρο πρότυπο συνεργασίας και καλής γειτονίας. Απουσιάζει προς το παρόν μια τέτοια δύναμη στα Βαλκάνια που θα αλλάξει το παιχνίδι. Θέλουμε και μπορούμε ως κοινωνία να παίξουμε αυτόν τον ρόλο για λόγους ειρήνης, καλής γειτονίας, οικονομικής προοπτικής και βιωσιμότητας, με το βλέμμα στραμμένο προς το μέλλον;