Του Κώστα Κοσμά
στελέχους των Πράσινων της Γερμανίας
Η αχανής έκταση του πρώην αεροδρομίου Τέμπελχοφ, που εγκαινιάστηκε το 1923 και έχει συνδεθεί στενά με την ιστορία του Βερολίνου, είναι πλέον αποκλειστικά χώρος αναψυχής. Όταν σταμάτησε να λειτουργεί το 2008, απαγορεύτηκε και η παραμικρή δόμηση – μια από τις επιτυχίες της Πράσινης πολιτικής, κόντρα σε όλα τα υπόλοιπα κόμματα. Διαγωνίως απέναντι βρίσκεται η Columbiahalle, που σήμερα δεν φιλοξενεί συναυλία, αλλά το μετεκλογικό πάρτι των Πράσινων. «Έτσι μού’ ρχεται να σηκωθώ να φύγω, αλλά δεν με παίρνει», λέει ένα σημαντικό στέλεχος που προσπαθεί να κρύψει τη διάχυτη μιζέρια: Το κόμμα κατακρημνίστηκε στις Ευρωεκλογές από το 20,5 στο 12%. Και το χειρότερο: Τα ακροδεξιά κόμματα θριάμβευσαν στη Γερμανία και στην υπόλοιπη Ευρώπη.
Οι ερμηνείες, έτοιμες ήδη πριν από το διαφαινόμενο αποτέλεσμα, ακούστηκαν αμέσως: ελιτισμός και απώλεια επαφής με «τον μέσο πολίτη» ήταν ορισμένες από αυτές. Όμως, αν είναι έτσι, γιατί δεν λειτούργησαν αρνητικά και πριν δύο χρόνια; Αφού το κόμμα παραμένει το ίδιο. Φαίνεται πως οι αιτίες είναι πολλαπλές και προέκυψαν αυτά τα δύο τελευταία χρόνια.
Μια άλλη, πιο εύλογη ερμηνεία, είναι οι καυγάδες εντός του κυβερνητικού συνασπισμού. Σίγουρα, η εικόνα έριδας που δίνει το λεγόμενο «φανάρι» (από το κόκκινο, κίτρινο και πράσινο των τριών κομμάτων του κυβερνητικού συνασπισμού) είναι αρνητική. Βλέποντας ωστόσο ότι οι «κόκκινοι» σοσιαλδημοκράτες και οι «κίτρινοι» φιλελεύθεροι δεν έχασαν τόσο πολύ, πρέπει κανείς να ψάξει για τους λόγους που οδήγησαν ειδικά στις απώλειες των Πράσινων.
Ένας παράγοντας είναι σίγουρα η ατυχής επικοινωνιακή πολιτική ενός κομβικού νόμου για τη θέρμανση, που είχε ως σκοπό τη μεσοπρόθεσμη μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα, εξελήφθη ωστόσο ως οικονομική επιβάρυνση για τον απλό πολίτη. Εδώ προστίθενται και οι διαμαρτυρίες αγροτών που ξέσπασαν τον χειμώνα και εξελίχθηκαν σε ταραχές, με αφορμή τη φορολόγηση του ντίζελ, και είχαν ως βασικό στόχο τους Πράσινους – αυτοί θέλουν να σταματήσουμε να καίμε πετρέλαιο, αυτοί είναι που μας φορολογούν. «Υπερεκτιμήσαμε τη θέληση του κόσμου για αλλαγή», δήλωσε το ιστορικό ηγετικό στέλεχος του κόμματος Jürgen Trittin το βράδυ των εκλογών. Με άλλα λόγια, η εντύπωση ότι οι μεταρρυθμίσεις υπέρ της προστασίας του περιβάλλοντος γίνονται με υπερβολική ταχύτητα και εις βάρος του απλού πολίτη, κόστισαν σίγουρα ένα μεγάλο μέρος των ψηφοφόρων.
Εξίσου μεγάλη βαρύτητα έχει και η απώλεια της προτίμησης της νεολαίας, βασικού πυλώνα των Πράσινων ψηφοφόρων. Όμως εδώ οι απώλειες σημειώνονται όχι λόγω της υπερβολικά υψηλής, αλλά μάλλον της υπερβολικά χαμηλής ταχύτητας των μεταρρυθμίσεων: Ένα σεβαστό 3% μετακινήθηκε προς το κόμμα Volt, το οποίο, ειρήσθω εν παρόδω, προτάθηκε και στον γράφοντα, ενεργό μέλος των Πράσινων, από την ψηφιακή πλατφόρμα Wahl-O-Mat, η οποία με βάση τα προγράμματα των κομμάτων και με τη βοήθεια σαράντα ερωτήσεων παρουσιάζει στους ψηφοφόρους το κόμμα που είναι πιο κοντά στις επιλογές τους· εκεί που το 2019 το κίνημα Fridays for Future ήταν υποστηρικτές, τώρα είναι επικριτές των Πράσινων.
Καταλυτική σημασία είχε ωστόσο η αναγωγή του μεταναστευτικού σε μείζον πολιτικό θέμα. Η ανασφάλεια που προκαλείται, τα φαντάσματα της εγκληματικότητας, της ανεργίας ή της πολιτισμικής διάβρωσης που επιστρατεύονται και αποδίδονται στους μετανάστες είναι αυτό που δίνει φτερά στα ακροδεξιά σχήματα – και αυτό που κόστισε τρομερά στους Πράσινους, οι οποίοι θεωρείται ότι δεν έχουν απαντήσεις. Αυτή η στρατηγική, σε άμεσο συνδυασμό με τη στοχοποίηση των Πράσινων και την ανακήρυξή τους σε αντίπαλο νούμερο 1 από τα δεξιά σχήματα, και με τη βοήθεια πιασάρικων, υπεραπλουστευτικών μέσων, όπως το tik tok, υπήρξε μάλλον ο πιο καταλυτικός παράγοντας όχι μόνο για την πτώση των Πράσινων, αλλά κυρίως για την ανάδειξη των ακροδεξιών, τάση για την οποία πρέπει να βρεθεί επειγόντως απάντηση.
Πίσω στο Τέμπελχοφ. Στο Βερολίνο, όπως και στο Αμβούργο και σε άλλες μεγαλουπόλεις, οι Πράσινοι παρέμειναν πρώτη δύναμη. Τουλάχιστον μένει ο αχανής χώρος αναψυχής ως πράσινη σφραγίδα στο Βερολίνο.
- Το άρθρο πρωτοδημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ. Αναδημοσιεύεται με τη σύμφωνη γνώμη του συγγραφέα