Κλιματική κρίση: Κάθε αύξηση της θερμοκρασίας έχει ως αποτέλεσμα την ταχεία κλιμάκωση των κινδύνων

Στην πιθανώς τελευταία έκθεσή της πριν από την ημερομηνία στόχο του 2030 για την ευθυγράμμιση των παγκόσμιων εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου με τον κλιματικό στόχο 1,5°C, η Διακυβερνητική Επιτροπή για την Κλιματική Αλλαγή (IPCC) περιγράφει λεπτομερώς τις «αδιαμφισβήτητες» περιβαλλοντικές επιπτώσεις της ανθρωπότητας, σημειώνοντας ότι μόνο άμεση, πρωτοφανής δράση για το κλίμα μπορεί αποτρέψει τα χειρότερα σενάρια. «Είναι σαφές ότι η ανθρώπινη επιρροή έχει υπερθερμάνει την ατμόσφαιρα, τους ωκεανούς και τη γη», αναφέρει η IPCC στην Περίληψη για τους Πολιτικούς, προειδοποιώντας στο κείμενο ότι “κλείνει ταχέως το παράθυρο ευκαιρίας για την εξασφάλιση ενός βιώσιμου και βιώσιμου μέλλοντος για όλους”.

Οι αλλαγές και οι επιπτώσεις από την άνοδο της θερμοκρασίας καταγράφονται παγκοσμίως, προκαλώντας εκτεταμένες ζημιές στη φύση και τους ανθρώπους, αλλά αυτές οι απώλειες δεν κατανέμονται ομοιόμορφα. Συχνά, «οι ευάλωτες κοινότητες που έχουν ιστορικά συνεισφέρει το λιγότερο στην τρέχουσα κλιματική αλλαγή επηρεάζονται δυσανάλογα». Περίπου 3,3 έως 3,6 δισεκατομμύρια άνθρωποι ζουν σε συνθήκες που είναι εξαιρετικά ευάλωτες στην κλιματική αλλαγή, με εκατομμύρια ανθρώπους να είναι εκτεθειμένοι σε υψηλά επίπεδα ανασφάλειας σε σχέση με την τροφή και το νερό. «Μεταξύ 2010 και 2020, η ανθρώπινη θνησιμότητα από πλημμύρες, ξηρασίες και καταιγίδες ήταν 15 φορές υψηλότερη σε ιδιαίτερα ευάλωτες περιοχές, σε σύγκριση με τις περιοχές με πολύ χαμηλή ευπάθεια».

Ωστόσο, παρά τα υψηλά διακυβεύματα, οι διεθνείς προσπάθειες για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής δεν είναι σε καλό δρόμο για να διατηρήσουν την άνοδο της θερμοκρασίας εντός 1,5°C από τα προβιομηχανικά επίπεδα. Οι παγκόσμιες εκπομπές συνεχίζουν να ξεπερνούν τις προσπάθειες μείωσης. Και παρά τις “φιλοδοξίες” που περιγράφονται στις εθνικά καθορισμένες συνεισφορές των κυβερνήσεων (NDC) στο πλαίσιο της συμφωνίας του Παρισιού για το κλίμα, η υπεθέρμανση πιθανότατα θα ξεπεράσει τον 1,5°C αυτόν τον αιώνα και θα γίνει πιο δύσκολο να περιοριστεί η υπερθέρμανση κάτω από τους 2°C.

 

Η έκθεση της IPCC τονίζει ότι οι πιο πρακτικές οδοί για ταχύτερες και βαθύτερες περικοπές άνθρακα είναι οι πιο προσιτές. Η τρέχουσα επιστήμη που περιγράφεται από την IPCC δείχνει ότι η υπερθέρμανση του πλανήτη θα συνεχίσει να αυξάνεται βραχυπρόθεσμα (τώρα μέχρι το 2040) λόγω των ήδη συσσωρευμένων εκπομπών, ανεξάρτητα από τις ενέργειες που θα ληφθούν στη συνέχεια. Μετά από αυτό, ακόμη και τα σενάρια χαμηλών εκπομπών υποδηλώνουν ότι ο στόχος από τη Συμφωνία του Παρισιού θα χαθεί και μόνο ένα σενάριο «πολύ χαμηλών» εκπομπών θα μπορούσε να διατηρήσει τα επίπεδα θέρμανσης στους 1,4°C. Ακόμη και τότε, η αύξηση της θερμοκρασίας είναι «πιο πιθανό παρά όχι» να αυξηθεί πάνω από 1,5°C.

Η IPCC λέει ότι κάθε αύξηση έστω και ενός δεκάτου του βαθμού στην έτσι κι αλλιώς αναπόφευκτη υπερθέρμανση του πλανήτη θα κάνει τις επιπτώσεις των ακραίων κλιματικών συνθηκών χειρότερες και πιο διαδεδομένες, πράγμα που σημαίνει ότι οι χώρες θα πρέπει να λάβουν κάθε μέτρο για να διατηρήσουν την αύξηση της θερμοκρασίας όσο το δυνατόν χαμηλότερα – ακόμα κι αν ο αρχικός τους στόχος δεν επιτευχθεί.

Η μείωση των θερμοκρασιών θα απαιτούσε περισσότερη απομάκρυνση διοξειδίου του άνθρακα από την ατμόσφαιρα, όχι μόνο μείωση των εκπομπών, καθιστώντας αυτές τις οδούς λιγότερο εφικτές και βιώσιμες, προειδοποιεί η IPCC. Η πιο ακραία άνοδος της μέσης θερμοκρασίας θα απαιτήσει πολύ πιο σοβαρή προσπάθεια  καθαρών αρνητικών εκπομπών (δηλ όχι μόνο μηδενισμό εκπομπών αλλά και αφαίρεση αερίων του θερμοκηπίου από την ατμόσφαιρα) για να επανέλθουν οι θερμοκρασίες κάτω από την αύξηση του 1,5°C πριν από το 2100. Η ακραία άνοδος της μέσης θερμοκρασίας  θα προκαλέσει μεγαλύτερες και πιο εκτεταμένες επιπτώσεις στα οικοσυστήματα και τις κοινωνίες.

Εν τω μεταξύ, οι επιλογές προσαρμογής που είναι εφικτές και αποτελεσματικές σήμερα θα γίνουν λιγότερες με την αυξανόμενη υπερθέρμανση. Η επιστήμη που περιγράφεται από την IPCC καθιστά σαφές ότι οι κυβερνήσεις πρέπει να κάνουν γρήγορες αλλαγές σε όλους τους τομείς και τα συστήματα για να μειώσουν όσο το δυνατόν περισσότερο τις εκπομπές.

Οι πολλές διαφορετικές στρατηγικές περιλαμβάνουν την υιοθέτηση περισσότερων τεχνολογιών χαμηλών και μηδενικών εκπομπών, τη βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης και τον ουσιαστικό περιορισμό της χρήσης ορυκτών καυσίμων, με ταυτόχρονη χρήση δέσμευσης και αποθήκευσης άνθρακα σε όλα τα υπόλοιπα συστήματα ορυκτών καυσίμων. Και ανεξάρτητα από το τι μπορούν να διαμορφωθούν από τους επιστήμονες, η IPCC συμβουλεύει ότι «η αποτελεσματική δράση για το κλίμα καθίσταται δυνατή με την πολιτική δέσμευση, την καλά ευθυγραμμισμένη πολυεπίπεδη διακυβέρνηση, τα θεσμικά πλαίσια, τους νόμους, τις πολιτικές και τις στρατηγικές και την ενισχυμένη πρόσβαση στη χρηματοδότηση και την τεχνολογία». Όλα τα επίπεδα διακυβέρνησης —από το τοπικό έως το διεθνές— θα πρέπει να εξορθολογίσουν τη δράση για το κλίμα για να επιτύχουν τις μεγαλύτερες δυνατές περικοπές εκπομπών.

Η επείγουσα δράση για το κλίμα μπορεί να εξασφαλίσει ένα βιώσιμο μέλλον για όλους και όλες. Υπάρχουν πολλές, εφικτές και αποτελεσματικές επιλογές για τη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου και την προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή που προκαλείται από τον άνθρωπο, και είναι διαθέσιμες τώρα, είπαν οι επιστήμονες στην τελευταία έκθεση της Διακυβερνητικής Επιτροπής για την Κλιματική Αλλαγή (IPCC) που δημοσιεύθηκε πρόσφατα. «Η ενσωμάτωση της αποτελεσματικής και δίκαιης δράσης για το κλίμα όχι μόνο θα μειώσει τις απώλειες και τις ζημίες για τη φύση και τους ανθρώπους, αλλά θα προσφέρει επίσης ευρύτερα οφέλη», δήλωσε ο πρόεδρος της IPCC Hoesung Lee. «Αυτή η Συνθετική Έκθεση υπογραμμίζει τον επείγοντα χαρακτήρα της ανάληψης πιο φιλόδοξης δράσης και δείχνει ότι, αν δράσουμε τώρα, μπορούμε ακόμα να εξασφαλίσουμε ένα βιώσιμο βιώσιμο μέλλον για όλους και όλες». Το 2018, η IPCC τόνισε την άνευ προηγουμένου κλίμακα της πρόκλησης που απαιτείται για τη διατήρηση της υπερθέρμανσης στους +1,5°C. Πέντε χρόνια αργότερα, αυτή η πρόκληση έγινε ακόμη μεγαλύτερη λόγω της συνεχιζόμενης αύξησης των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου.

Ο ρυθμός και η κλίμακα όσων έχουν γίνει μέχρι τώρα, και τα τρέχοντα σχέδια, είναι ανεπαρκή για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής. Πάνω από έναν αιώνα καύσης ορυκτών καυσίμων καθώς και άνισης και μη βιώσιμης ενέργειας και χρήσης γης οδήγησε σε υπερθέρμανση του πλανήτη κατά 1,1°C πάνω από τα προβιομηχανικά επίπεδα. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα πιο συχνά και πιο έντονα ακραία καιρικά φαινόμενα που έχουν προκαλέσει ολοένα και πιο επικίνδυνες επιπτώσεις στη φύση και τους ανθρώπους σε κάθε περιοχή του κόσμου.

Κάθε αύξηση της θερμοκρασίας έχει ως αποτέλεσμα την ταχεία κλιμάκωση των κινδύνων. Οι πιο έντονοι καύσωνες, οι έντονες βροχοπτώσεις και άλλες ακραίες καιρικές συνθήκες αυξάνουν περαιτέρω τους κινδύνους για την ανθρώπινη υγεία και τα οικοσυστήματα. Σε κάθε περιοχή, άνθρωποι πεθαίνουν από υπερβολική ζέστη. Η ανασφάλεια τροφίμων και νερού λόγω του κλίματος αναμένεται να αυξηθεί με την αύξηση της θερμοκρασίας.

Όταν οι κίνδυνοι συνδυάζονται με άλλα ανεπιθύμητα συμβάντα, όπως πανδημίες ή συγκρούσεις, η διαχείρισή τους γίνεται ακόμη πιο δύσκολη.

Η έκθεση, που εγκρίθηκε κατά τη διάρκεια μιας εβδομαδιαίας συνεδρίας στο Ιντερλάκεν, φέρνει στο επίκεντρο τις απώλειες και τις ζημιές που ήδη βιώνουμε και θα συνεχιστούν στο μέλλον, πλήττοντας ιδιαίτερα τους πιο ευάλωτους ανθρώπους και τα οικοσυστήματα.

Η λήψη της σωστής δράσης τώρα θα μπορούσε να οδηγήσει στη μετασχηματιστική αλλαγή που είναι απαραίτητη για έναν βιώσιμο, δίκαιο κόσμο.

«Η κλιματική δικαιοσύνη είναι ζωτικής σημασίας γιατί όσοι συνέβαλαν λιγότερο στην κλιματική αλλαγή επηρεάζονται δυσανάλογα», δήλωσε η Aditi Mukherji, μια από τους 93 συντάκτες αυτής της Έκθεσης Ανασκόπησης, του τελικού κεφαλαίου της έκτης αξιολόγησης της IPCC.

«Σχεδόν το ήμισυ του παγκόσμιου πληθυσμού ζει σε περιοχές που είναι ιδιαίτερα ευάλωτες στην κλιματική αλλαγή. Την τελευταία δεκαετία, οι θάνατοι από πλημμύρες, ξηρασίες και καταιγίδες ήταν 15 φορές υψηλότεροι σε ιδιαίτερα ευάλωτες περιοχές», πρόσθεσε.

Σε αυτήν τη δεκαετία, η ταχεία δράση για την προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή είναι απαραίτητη για να γεφυρωθεί το χάσμα μεταξύ της υπάρχουσας προσαρμογής και αυτού που χρειάζεται. Εν τω μεταξύ, η διατήρηση της υπερθέρμανσης στους 1,5°C πάνω από τα προβιομηχανικά επίπεδα απαιτεί βαθιές, γρήγορες και διαρκείς μειώσεις των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου σε όλους τους τομείς.

Οι εκπομπές θα έπρεπε να μειώνονται μέχρι τώρα και θα πρέπει να μειωθούν σχεδόν στο μισό έως το 2030, εάν η θέρμανση πρόκειται να περιοριστεί στους +1,5°C.

Η λύση βρίσκεται στην ανθεκτική στο κλίμα ανάπτυξη. Αυτό περιλαμβάνει την ενοποίηση μέτρων για την προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή με δράσεις για τη μείωση ή την αποφυγή των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου με τρόπους που παρέχουν ευρύτερα οφέλη. Για παράδειγμα: η πρόσβαση σε καθαρή ενέργεια και τεχνολογίες βελτιώνει την υγεία, ειδικά για τις γυναίκες και τα παιδιά. Η ηλεκτροδότηση με χαμηλές εκπομπές άνθρακα, το περπάτημα, το ποδήλατο και οι δημόσιες συγκοινωνίες ενισχύουν την ποιότητα του αέρα, βελτιώνουν την υγεία, τις ευκαιρίες απασχόλησης και προσφέρουν ισότητα.

Τα οικονομικά οφέλη για την υγεία των ανθρώπων μόνο από τη βελτίωση της ποιότητας του αέρα θα ήταν περίπου τα ίδια, ή ενδεχομένως ακόμη μεγαλύτερα από το κόστος μείωσης ή αποφυγής εκπομπών.

Η ανθεκτική στο κλίμα ανάπτυξη γίνεται σταδιακά πιο προκλητική με κάθε αύξηση της θέρμανσης. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο οι επιλογές που θα γίνουν τα επόμενα χρόνια θα διαδραματίσουν κρίσιμο ρόλο στη λήψη αποφάσεων για το μέλλον μας και των επόμενων γενεών.

Για να είναι αποτελεσματικές, αυτές οι επιλογές πρέπει να έχουν τις ρίζες τους στις διαφορετικές αξίες, κοσμοθεωρίες και γνώσεις μας, συμπεριλαμβανομένης της επιστημονικής γνώσης, της γνώσης των ιθαγενών και της τοπικής γνώσης. Αυτή η προσέγγιση θα διευκολύνει την ανθεκτική στο κλίμα ανάπτυξη και θα επιτρέψει τοπικά κατάλληλες, κοινωνικά αποδεκτές λύσεις.

«Τα μεγαλύτερα οφέλη στην ευημερία θα μπορούσαν να προέλθουν από την προτεραιότητα στη μείωση του κλιματικού κινδύνου για τις κοινότητες χαμηλού εισοδήματος και περιθωριοποιημένες, συμπεριλαμβανομένων των ανθρώπων που ζουν σε άτυπους οικισμούς», δήλωσε ο Christopher Trisos, ένας από τους συντάκτες της έκθεσης.

«Η επιτάχυνση της δράσης για το κλίμα θα προκύψει μόνο εάν υπάρξει πολλαπλάσια αύξηση των οικονομικών πόρων που διατίθενται για αυτή. Η ανεπαρκής και εσφαλμένη χρηματοδότηση εμποδίζει την πρόοδο».

Υπάρχουν επαρκείς παγκόσμιοι πόροι για την ταχεία μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, εάν μειωθούν τα υπάρχοντα εμπόδια. Η αύξηση της χρηματοδότησης για τις κλιματικές επενδύσεις είναι σημαντική για την επίτευξη των παγκόσμιων κλιματικών στόχων. Οι κυβερνήσεις, μέσω της δημόσιας χρηματοδότησης και των σαφών μηνυμάτων προς τους επενδυτές, είναι το κλειδί για τη μείωση αυτών των φραγμών.

Οι επενδυτές, οι κεντρικές τράπεζες και οι χρηματοπιστωτικές ρυθμιστικές αρχές μπορούν επίσης να παίξουν τον ρόλο τους.

Υπάρχουν δοκιμασμένα μέτρα πολιτικής που μπορούν να λειτουργήσουν για την επίτευξη σημαντικών μειώσεων των εκπομπών και την ανθεκτικότητα στο κλίμα, εάν κλιμακωθούν και εφαρμοστούν ευρύτερα. \

Η πολιτική δέσμευση, οι συντονισμένες πολιτικές, η διεθνής συνεργασία, η διαχείριση του οικοσυστήματος και η διακυβέρνηση χωρίς αποκλεισμούς είναι όλα σημαντικά για την αποτελεσματική και δίκαιη δράση για το κλίμα.

Εάν γίνει κοινή χρήση της τεχνολογίας, της τεχνογνωσίας και των κατάλληλων μέτρων πολιτικής και διατίθεται τώρα επαρκής χρηματοδότηση, κάθε κοινότητα μπορεί να μειώσει ή να αποφύγει την κατανάλωση υψηλής έντασης άνθρακα.

Ταυτόχρονα, με σημαντικές επενδύσεις στην προσαρμογή στα νέα κλιματικά δεδομένα, μπορούμε να αποτρέψουμε αυξανόμενους κινδύνους, ειδικά για ευάλωτες ομάδες και περιφέρειες.

Το κλίμα, τα οικοσυστήματα και η κοινωνία είναι αλληλένδετα. Η αποτελεσματική και δίκαιη διατήρηση του 30-50% περίπου της γης, του γλυκού νερού και των ωκεανών θα συμβάλει στη διασφάλιση ενός υγιούς πλανήτη.

Οι αστικές περιοχές προσφέρουν μια ευκαιρία σε παγκόσμια κλίμακα για φιλόδοξη δράση για το κλίμα που συμβάλλει στη βιώσιμη ανάπτυξη.

Οι αλλαγές στον τομέα των τροφίμων, της ηλεκτρικής ενέργειας, των μεταφορών, της βιομηχανίας, των κτιρίων και της χρήσης γης μπορούν να μειώσουν τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου. Ταυτόχρονα, μπορούν να διευκολύνουν τους ανθρώπους να ακολουθούν τρόπους ζωής με χαμηλές εκπομπές άνθρακα, κάτι που θα βελτιώσει επίσης την υγεία και την ευημερία.

Η καλύτερη κατανόηση των συνεπειών της υπερκατανάλωσης μπορεί να βοηθήσει τους ανθρώπους να κάνουν πιο ενημερωμένες επιλογές.

«Οι αλλαγές μετασχηματισμού είναι πιο πιθανό να επιτύχουν όπου υπάρχει εμπιστοσύνη, όπου όλοι εργάζονται μαζί για να δώσουν προτεραιότητα στη μείωση του κινδύνου και όπου τα οφέλη και τα βάρη μοιράζονται δίκαια», είπε ο Lee.

«Ζούμε σε έναν διαφορετικό κόσμο στον οποίο ο καθένας έχει διαφορετικές ευθύνες και διαφορετικές ευκαιρίες να επιφέρει αλλαγές. Κάποιοι μπορούν να κάνουν πολλά, ενώ άλλοι θα χρειαστούν υποστήριξη για να τους βοηθήσουν να διαχειριστούν την αλλαγή».

 

Posted on 24/03/2023 in Δελτία Τύπου

Share the Story

Back to Top