Η έλλειψη σύνδεσης με το ΕΣΕΚ δημιουργεί ερωτηματικά αν το παρόν σχέδιο νόμου θα βασιστεί στο υφιστάμενο ή αναθεωρημένο ΕΣΕΚ δεδομένου ότι γίνεται αναφορά σε ενδιάμεσους κλιματικούς στόχους για το 2030 και το 2040 τη στιγμή που βρισκόμαστε ήδη σε τροχιά μετάβασης. Πρέπει να γίνεται σαφές με ποιο τρόπο οι στόχοι του κλιματικού νόμου είναι σε πλήρη αντιστοιχία με τους στόχους που τίθενται στο αναθεωρημένο ΕΣΕΚ.
Θα πρέπει να είναι ξεκάθαρο στο σχέδιο νόμου ότι η τροποποίηση της εθνικής συνεισφοράς στους τομείς που καλύπτει το ΕΣΕΚ επιτρέπεται μόνο εφόσον η μεταγενέστερη συνεισφορά αντιπροσωπεύει πρόοδο πέρα από την προηγούμενη, και αντικατοπτρίζει την υψηλότερη δυνατή φιλοδοξία, με την έννοια της Συμφωνίας του Παρισιού, όπως η τελευταία έχει κυρωθεί με τον ν. 4426/2016 (ΦΕΚ Α’ 187).
Αναφορικά με το σκοπό του κλιματικού νόμου όπως ορίζεται στο άρθρο 1 και αιτιολογείται στο κεφάλαιο 2 της αιτιολογικής έκθεσης επισημαίνουμε ότι ο στόχος της συμφωνίας του Παρισιού δεν απαιτεί μόνο ριζικές αλλαγές στον τρόπο παραγωγής και κατανάλωσης ενέργειας. Ενεργοβόροι τομείς της οικονομίας με μεγάλη συνεισφορά στην εκπομπή άνθρακα όπως η γεωργία και η κτηνοτροφία δεν καλύπτονται επαρκώς παρα μόνο με απλή αναφορά σε “κατάλληλα μέτρα και πολιτικές” τα οποία όμως δεν προσδιορίζονται στα επόμενα άρθρα. Επιπλέον με τη συγκεκριμένη ρύθμιση δεν καλύπτονται οι στόχοι της βιώσιμης ανάπτυξης που αφορούν στη φθηνή και καθαρή ενέργεια (στόχος 7), μηδενική φτώχεια (στόχος 1) και λιγότερες ανισότητες (στόχος 10). Ένας συμπαγής κλιματικός νόμος δεν πρέπει να αφορά αποκλειστικά και μόνο στον τομέα της ενέργειας αλλά σε μέτρα, προβλέψεις και ρυθμίσεις που αφορούν όλους τους παραπάνω στόχους ώστε να διασφαλιστεί η ομαλή μετάβαση προς μία κλιματική ουδετερότητα με κοινωνικά δίκαιο τρόπο. Τέλος, ο νομοθέτης θα πρέπει να λάβει υπόψη του τη σημαντική συνεισφορά της βιώσιμης γεωργίας στην εκπλήρωση των στόχων της βιώσιμης ανάπτυξης που καλύπτει το παρόν σχέδιο νόμου αλλά και τους στόχους που προαναφέραμε.
Δημοκρατία και ανάκαμψη
Η ψήφιση ενός κλιματικού νόμου αποτελεί ένα απαραίτητο βήμα προς την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης. Οι πραγματικές προθέσεις όμως πίσω από τον νόμο, εάν αυτός δηλαδή αντανακλά την αποφασιστικότητα της χώρας μας να αναλάβει συστηματική και ολοκληρωμένη δράση για την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης ή εάν αποτελεί μία κίνηση για το θεαθήναι, θα κριθεί από το περιεχόμενο του νόμου και όχι μόνο από τον τίτλο του. Οι προβλέψεις του κλιματικού νόμου, ακριβώς επειδή αποτελεί ένα εμβληματικό εργαλείο στην αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης, δεν μπορούν να περιορίζονται στα αμιγώς ενεργειακά ζητήματα, τα οποία έτσι κι αλλιώς περιλαμβάνονται στο ΕΣΕΚ, αλλά οφείλουν να καλύπτουν κάθε κοινωνική, οικονομική και παραγωγική πτυχή που επηρεάζει αλλά και επηρεάζεται από την κλιματική κρίση.
Η κλιματική κρίση, τόσο ως προς τις επιπτώσεις της όσο και ως προς την αντιμετώπισή της, αφορά το σύνολο της κοινωνίας μας, κάθε πολίτη της χώρας μας και κάθε δραστηριότητα. Προκαλεί επομένως αλγεινή εντύπωση η απουσία αναλυτικής αναφοράς στην ενεργή συμμετοχή των πολιτών από τις διατάξεις του νόμου.
Η ενίσχυση του ρόλου και της συμμετοχής των πολιτών στη λήψη αποφάσεων, ειδικά σε περιόδους κρίσεων, αποτελεί σημείο κλειδί για την επίλυσή τους. Η ενεργή συμμετοχή των πολιτών στη χάραξη πολιτικών και κατευθύνσεων για την επίλυση προβλημάτων, σε διαβουλεύσεις και στη διαδικασία λήψης αποφάσεων, αυξάνει την κοινωνική στήριξή τους (παράμετρος που αποδεικνύεται καθοριστικής σημασίας για την απορρόφηση των σημαντικών και απαραίτητων αλλαγών τόσο στην παραγωγική διαδικασία όσο και στην καθημερινότητα των πολιτών) και διασφαλίζει το μέγιστο όφελος για το σύνολο της κοινωνίας. Σε αντίθετη περίπτωση, ο κλιματικός νόμος είναι πολύ πιθανό να αφήσει εκτός των προβλέψεών του μεγάλο μέρος των συμπολιτών μας και να παραβλέψει σημαντικούς τομείς που χρήζουν υποστήριξης, προκειμένου να αντιμετωπιστεί η κλιματική κρίση. Με αυτό τον τρόπο επιδεινώνονται ανισότητες που η ίδια η κλιματική κρίση εντείνει, διαβρώνεται η κοινωνική συνοχή, υπονομεύεται η ισότητα και ισονομία των πολιτών, η ίση και δίκαιη πρόσβαση σε πόρους και αγαθά, και τελικά η ίδια η ποιότητα της δημοκρατίας μας.
Η ψήφιση του κλιματικού νόμου έρχεται σε μία συγκυρία απαιτητική για το σύνολο της κοινωνίας, καθώς η πανδημία έχει πλήξει σημαντικά, ανάμεσα σε άλλα, και την οικονομική δραστηριότητα, ενώ η ανάκαμψη από αυτήν αποτελεί ένα από τα κεντρικά ζητήματα της πολιτικής ατζέντας. Είναι επομένως σοβαρή η απουσία συνδέσεων του κλιματικού νόμου με το ζήτημα της ανάκαμψης, και ειδικότερα με την αξιοποίηση των πόρων από το ταμείο ανάκαμψης. Τα δύο αυτά ζητήματα δεν μπορούν να ιδωθούν και να αντιμετωπιστούν ξεχωριστά, καθώς ο παραμερισμός του ενός μπορεί να επιδεινώσει το άλλο. Αντίθετα, η κοινή τους αντιμετώπιση μπορεί να ενισχύσει τις σχετικές εκάστοτε δράσεις αλλά και να εξοικονομήσει πόρους.
Η αξιοποίηση των πόρων του ταμείου ανάκαμψης όπως και κάθε άλλης δημόσιας χρηματοδότησης οφείλουν να έχουν ως προτεραιότητα την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης, να βασίζονται στους άξονες της προστασίας του περιβάλλοντος και της κοινωνικής δικαιοσύνης, κι αυτό πρέπει να διατυπώνεται με σαφήνεια στον κλιματικό νόμο.
Μεταφορές
Οι εξαγγελίες για στροφή στην ηλεκτροκίνηση είναι στη σωστή κατεύθυνση εφόσον ικανοποιούνται οι παρακάτω συνθήκες:
– Σημαντικό και αυξανόμενο μέρος της ηλεκτρικής ενέργειας παράγεται από ΑΠΕ
– Η απόσυρση των κινητήρων εσωτερικής καύσης και η διείσδυση των ηλεκτρικών οχημάτων έπεται στρατηγικής (με στόχους και χρονοδιαγράμματα) για μείωση των διανυόμενων με ΙΧ οχηματοχιλιομέτρων, εκσυγχρονισμό των Μέσων Συλλογικής Μεταφοράς, επέκταση του δικτύου Μέσων Σταθερής Τροχιάς, σημαντικό μέρος των οδικών μεταφορών οδεύει προς τα μέσα σταθερής τροχιάς.
– Υπάρχει μέριμνα για τους πολίτες χαμηλού εισοδήματος.
– Προφανώς οι σχετικές λεπτομερείς πολιτικές δεν έχουν θέση στον Κλιματικό Νόμο, εκεί όμως πρέπει να εμπεριέχονται κατ’ ελάχιστο οι κεντρικές πολιτικές κατευθύνσεις στον τομέα των μεταφορών, να εξασφαλίζεται η σύνδεσή του με τις σχετικές πολιτικές αποφάσεις που θα ειναι προφανώς απολύτως ευθυγραμμισμένες με τα παραπάνω, καθώς και τα απαραίτητα χρονοδιαγράμματα.
Βιοποικιλότητα
Η καταγραφόμενη κατάρρευση της βιοποικιλότητας αποτελεί μια παγκόσμια κρίση εφάμιλλη και εξίσου σημαντική με αυτή της κλιματικής. Είναι επίσης γνωστό, ότι η αντιμετώπιση της μιας εκ των δυο θα είναι αναποτελεσματική εφόσον αγνοηθεί/ παραμεληθεί η άλλη. Αντιθέτως, παρουσιάζονται πολύ σημαντικές συνέργειες. Τα υγιή οικοσυστήματα αποτελούν, πέραν της τεράστιας σημασίας για τη βιοποικιλότητα, εξαιρετικά αποτελεσματικές αλλά και αποδοτικές ασπίδες απέναντι στην κλιματική κρίση. Ειδικότερα για τη θάλασσα, η οποία, πέραν του γεγονότος ότι είναι πηγή ζωής, αποτελεί τη σημαντικότερη φυσική αποθήκη διοξειδίου του άνθρακα, οι εξαγγελίες του πρωθυπουργού στην IUCN (περι δημιουργίας δικτύου θαλάσσιων προστατευόμενων περιοχών που θα καλύπτουν το 30% της επικράτειας και των οποίων σημαντικό μέρος θα αποτελούν ζώνες απόλυτης προστασίας – no take zones) είναι επίκαιρες και στη σωστή κατεύθυνση. Παρ’ όλα αυτά, ο Κλιματικός Νόμος δεν περιλαμβάνει καμιά σύνδεση με τα παραπάνω ούτε εμπεριέχει κάποια σχετική δέσμευση.
Επιπλέον και παράλληλα με τα παραπάνω, προωθούνται επιμέρους νομοθετικές ρυθμίσεις που αφορούν θέματα όπως ο αιγιαλός, η εκτός σχεδίου δόμηση και οι δασικοί χάρτες που είναι στην εντελώς αντίθετη κατεύθυνση (ήτοι αντιμετωπίζουν το φυσικό περιβάλλον είτε ως φθηνό οικόπεδο είτε ως εμπόδιο στην “ανάπτυξη”). Οι αντικρουόμενες πολιτικές, εκτός από αναποτελεσματικές, δεν συμβάλλουν στην ενημέρωση και εμπλοκή της κοινωνίας ενώ αντιθέτως μεταφέρουν μηνύματα που προκαλούν σύγχυση.
Βιώσιμη Γεωργία & Κτηνοτροφία
Ενώ ο συγκεκριμένος τομέας έχει σημαντική συμβολή στην εκπομπή θερμοκηπιακών αερίων (κυρίως μεθανίου), μέχρι στιγμής απουσιάζουν σχετικά μέτρα και πολιτικές που αφορούν τόσο τον τομέα της παραγωγής όσο και την κατανάλωση. Για να είμαστε απολύτως ειλικρινείς, το γεγονός οτι ανατρέχουμε σε διεθνείς μέσους όρους είναι ενδεικτικό της απουσίας έγκυρων στοιχείων στη χώρα μας. Για την ακρίβεια, ολόκληρος ο αγροδιατροφικός τομέας της χώρας μοιάζει σχεδόν ανύπαρκτος στα σχέδια της κυβέρνησης. Δεν υπάρχει πουθενά η σύνδεση της παραγωγής και κατανάλωσης τροφής με την επιδείνωση (ή την αναχαίτιση) της κλιματικής κρίσης και τη διατήρηση ή κατάρρευση της βιοποικιλότητας, μάλιστα απουσιάζει σχεδόν εντελώς από τις περιγραφές των δράσεων που έχουν ήδη ανακοινωθεί στα πλαίσια των εθνικών σχεδίων για την αξιοποίηση των πόρων από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάκαμψης. Για ξεκίνημα λοιπόν, είναι απαραίτητο να έχουμε ένα κοινό σημείο εκκίνησης πάνω στο οποίο θα στηριχθούν στόχοι, μέτρα και πολιτικές.
Καθώς η σχετική συμβολή του αγροδιατροφικού τομέα στην κλιματική κρίση αυξάνει, η έγκαιρη εμπλοκή παραγωγών και καταναλωτών είναι απαραίτητη.
Τα μέτρα και οι πολιτικές τόσο για τον μετριασμό όσο και για την προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή δεν μπορεί να εξαντλούνται σε εξαγγελίες για πιλοτικές δράσεις βιολογικής γεωργίας και σε πειραματικές καλλιέργειες υποτροπικών φυτών.
Εν ολίγοις, μέχρι σήμερα, η αγροτική πολιτική της χώρας δείχνει να αγνοεί στην πράξη την κλιματική κρίση και την κατάρρευση της βιοποικιλότητας. Αυτό είναι προβληματικό και πρέπει να σταματήσει.
‘Οχι, ο Κλιματικός Νόμος δεν είναι εργαλείο άσκησης αγροτικής πολιτικής αλλά οφείλει να δώσει τις κατευθύνσεις πάνω στις οποίες αυτή πρέπει να κινηθεί χωρίς παλινωδίες. Και αυτό δεν το κάνει. Για να είμαστε ακόμη πιο ακριβείς, ο Κλιματικός Νόμος έχει ξεχάσει να συμπεριλάβει τη σύνδεση της κλιματικής κρίσης με την εντατική γεωργία και κτηνοτροφία παρόλο που σήμερα γνωρίζουμε ότι η κτηνοτροφία ευθύνεται για το 19% των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου (9.796 Gt CO2 ετησίως), ενώ αν υπολογίσουμε την αλλαγή χρήσης γης και την αποψίλωση των δασών, το ποσοστό αυτό φτάνει σχεδόν στο ¼ των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, παγκοσμίως. Δυστυχώς, δεν μπορούμε να αναφέρουμε αντίστοιχα ποσοστά αποτυπώματος της ελληνικής γεωργίας και κτηνοτροφίας καθώς δεν βρήκαμε πουθενά διαθέσιμη σχετική δημόσια μελέτη ούτε δημοσιευμένα στοιχεία από οποιοδήποτε ελληνικό υπουργείο.
Συμμετοχή του πολίτη
Όπως έγινε σαφές στη διάρκεια της πανδημίας, η ενεργός συμμετοχή του κοινού στο σχεδιασμό και την εφαρμογή μέτρων για την αντιμετώπιση μιας κρίσης, είναι ένα απολύτως απαραίτητο στοιχείο. Τυχόν απουσία της καθιστά και τα πλέον ορθά μέτρα αναποτελεσματικά και αυξάνει το βαθμό αντίδραση / άρνησης της κοινωνίας. Στην περίπτωση της κλιματικής κρίσης, δεδομένου ότι οι αλλαγές που οφείλουμε να κάνουμε ώστε να περιορίσουμε σε ανεκτά επίπεδα τις επιπτώσεις είναι πραγματικά πολύ μεγάλες, τόσο σε παραγωγικές διαδικασίες όσο και σε καθημερινές συνήθειες, η ενεργός εμπλοκή της κοινωνίας ήδη από τα πρώτα βήματα είναι απαραίτητη.
Αυτό δεν έχει γίνει. Αντιθέτως, υπερτονίζονται οικονομικά οφέλη και επενδυτικές ευκαιρίες, κάτι που αποξενώνει περαιτέρω κομμάτια της κοινωνίας που δεν ταυτίζονται δεν μπορούν να δουν δική τους εμπλοκή, ενδιαφέρον ή οφέλη. Η συνεχώς διευρυνόμενη κοινωνική αντίδραση στη χωροθέτηση ΑΠΕ (κυρίως αιολικών) θα έπρεπε να λειτουργήσει ως σαφές μήνυμα. Δυστυχώς, αγνοήθηκε. Η διαδικασία του Κλιματικού Νόμου είναι μια ευκαιρία ζύμωσης με τις τοπικές κοινωνίες ώστε αφενός να κατανοήσουν τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουμε αφετέρου να συμμετάσχουν στον σχεδιασμό των τοπικών μέτρων και πολιτικών. Μέχρι στιγμής, αυτή η ανάγκη δεν έχει αναδειχθεί, αυτή η ευκαιρία δεν έχει αξιοποιηθεί και υπάρχει σημαντικός κίνδυνος η όλη συζήτηση να αφορά ένα εξαιρετικά μικρό τμήμα της κοινωνίας.
Ορυκτά καύσιμα
Εξαιρετικά αρνητικό στοιχείο του νομοσχεδίου είναι ότι δεν φαίνεται να προβλέπονται νομικά δεσμευτικοί στόχοι για την σταδιακή απεξάρτηση από το ορυκτό αέριο και να γίνεται η παραμικρή αναφορά στον τερματισμό των εξορύξεων υδρογονανθράκων, την ώρα μάλιστα που όλο και περισσότερα κράτη ανακοινώνουν σχετικά σχέδια. Η επιστήμη είναι σαφής: δεν μπορούμε να προχωρήσουμε σε νέες εξορύξεις και υποδομές υδρογονανθράκων αν θέλουμε να πετύχουμε τον στόχο του 1,5 βαθμού Κελσίου. Επιπλέον, προτείνεται στο σχέδιο του κλιματικού νόμου να ενσωματωθεί διάταξη που θα απαγορεύει τις διαφημίσεις και χορηγίες από εταιρίες ορυκτών καυσίμων. Ως παράδειγμα αναφέρουμε τον κλιματικό νόμο που ενέκρινε το γαλλικό κοινοβούλιο που απαγορεύει τις διαφημίσεις για ενέργεια από ορυκτά καύσιμα, όπως η βενζίνη και το ντίζελ. Η απαγόρευση των διαφημίσεων αναμένεται να εφαρμοστεί το καλοκαίρι του 2022. Το 2028 θα ακολουθήσει η απαγόρευση διαφημίσεων για τα πιο ρυπογόνα αυτοκίνητα.
Δικαιώματα
Στο νομοσχέδιο φαίνεται να παραλείπεται κάθε αναφορά στο κομβικής σημασίας κεφάλαιο των δικαιωμάτων κάθε ανθρώπου στην κλιματική σταθερότητα, τη βέλτιστη διαθέσιμη επιστήμη και τη διασφάλιση του περιβαλλοντικού κεκτημένου. Επίσης φαίνεται να παραλείπεται το μεγάλο και κρίσιμο κεφάλαιο της δίκαιης εργασιακής μετάβασης.