Νομική διαδικασία κατά κρατών μελών για μη συμμόρφωση με τις υποχρεώσεις τους

 Επιμέλεια κειμένων: Παναγιώτης Αθ. ΓΡΕΔΗΣ

Μέλος του προεδρείου των ΠΡΑΣΙΝΩΝ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ και

υπεύθυνος ευρωπαϊκών υποθέσεων

ΕΠΙΚΑΙΡΑ ΘΕΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ

Τι συμβαίνει σε υποθέσεις παράβασης του δικαίου της ΕΕ 

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή («Επιτροπή»), στην τρέχουσα μηνιαία της δέσμη αποφάσεων για υποθέσεις παράβασης, κινεί νομική διαδικασία κατά των κρατών μελών που δεν συμμορφώνονται με τις υποχρεώσεις που υπέχουν βάσει του ενωσιακού δικαίου. Οι εν λόγω αποφάσεις, που καλύπτουν διάφορους τομείς και διάφορα πεδία πολιτικής της ΕΕ, αποβλέπουν στην εξασφάλιση της ορθής εφαρμογής της ενωσιακής νομοθεσίας τόσο προς όφελος των πολιτών όσο και των επιχειρήσεων.

Ποιά είναι τα διάφορα στάδια στη διαδικασία παράβασης;

Το άρθρο 258 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ) εξουσιοδοτεί την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ως θεματοφύλακα των Συνθηκών, να κινήσει διαδικασία κατά κράτους μέλους που δεν τηρεί τις υποχρεώσεις που υπέχει βάσει του δικαίου της ΕΕ.

Η διαδικασία παράβασης αρχίζει με ένα αίτημα παροχής πληροφοριών («προειδοποιητική επιστολή») προς το σχετικό κράτος μέλος, στο οποίο πρέπει να δοθεί απάντηση εντός συγκεκριμένης προθεσμίας, συνήθως δύο (2) μηνών.

Αν η Επιτροπή δεν μείνει ικανοποιημένη από τις πληροφορίες και καταλήξει στο συμπέρασμα ότι το συγκεκριμένο κράτος μέλος έχει παραβεί υποχρέωση που υπέχει βάσει του δικαίου της ΕΕ, μπορεί τότε να απευθύνει επίσημο αίτημα συμμόρφωσης με το δίκαιο της ΕΕ («αιτιολογημένη γνώμη»), καλώντας το κράτος μέλος να την ενημερώσει για τα μέτρα που έλαβε για να συμμορφωθεί εντός συγκεκριμένης προθεσμίας, συνήθως δύο μηνών.

Αν ένα κράτος μέλος παραλείπει να εξασφαλίσει τη συμμόρφωση με το δίκαιο της ΕΕ, η Επιτροπή μπορεί να αποφασίσει να παραπέμψει το εν λόγω κράτος μέλος στο Δικαστήριο της ΕΕ. Εντούτοις, σε ποσοστό άνω του 95% των υποθέσεων παράβασης, τα κράτη μέλη συμμορφώνονται με τις υποχρεώσεις που υπέχουν βάσει του δικαίου της ΕΕ πριν από την παραπομπή τους στο Δικαστήριο. Αν το Δικαστήριο εκδώσει καταδικαστική απόφαση εις βάρος κράτους μέλους, το τελευταίο οφείλει να λάβει τα απαραίτητα μέτρα για να συμμορφωθεί με την απόφαση.

Στη συγκεκριμένη περίπτωση κράτους μέλους που παρέλειψε να μεταφέρει Οδηγίες εντός της προθεσμίας που συμφωνήθηκε από το Συμβούλιο υπουργών της ΕΕ και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, η Επιτροπή μπορεί να ζητήσει από το Δικαστήριο να επιβάλει χρηματική ποινή στο κράτος μέλος, μόλις εκδώσει την πρώτη απόφασή του στη συγκεκριμένη υπόθεση. Η δυνατότητα αυτή, που προβλέφθηκε από τη Συνθήκη της Λισαβόνας, κατοχυρώνεται στο άρθρο 260 παράγραφος 3 της Σύμβασης Λειτουργίας της ΕΕ (ΣΛΕΕ).

Τι συμβαίνει όταν ένα κράτος μέλος δεν συμμορφώνεται με την απόφαση του Δικαστηρίου;

Εάν, παρά την πρώτη απόφαση του Δικαστηρίου, το κράτος μέλος συνεχίσει να μην συμμορφώνεται, η Επιτροπή δύναται να κινήσει άλλη διαδικασία παράβασης βάσει του άρθρου 260 της ΣΛΕΕ αποστέλλοντας απλά γραπτή προειδοποίηση προτού παραπέμψει το κράτος μέλος και πάλι στο Δικαστήριο.

Εάν η Επιτροπή παραπέμψει κράτος μέλος για δεύτερη φορά στο Δικαστήριο, δύναται να προτείνει στο Δικαστήριο την επιβολή χρηματικών ποινών ανάλογα με τη διάρκεια και τη σοβαρότητα της παράβασης και με το μέγεθος του κράτους μέλους.

Μπορούν να επιβληθούν δύο είδη χρηματικής ποινής, ήτοι:

-ένα εφάπαξ ποσό που εξαρτάται από τον χρόνο που μεσολάβησε από την αρχική απόφαση του Δικαστηρίου

-και ημερήσια χρηματική ποινή για κάθε ημέρα που μεσολαβεί από την δεύτερη απόφαση του Δικαστηρίου μέχρι την παύση της παράβασης.

Ποιος λαμβάνει την τελική απόφαση για τις κυρώσεις;

Οι χρηματικές κυρώσεις προτείνονται από την Επιτροπή και το Δικαστήριο δύναται να τροποποιήσει τα ποσά αυτά στην απόφασή του.

Posted on 29/12/2018 in Άρθρα, Διάλογος-απόψεις

Share the Story

Back to Top